Μετά την καταστροφή – Κ.Γ. Γιούνγκ

Σαν Ευρωπαίοι, σαν λευκοί γενικά, δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την κατάσταση του ίδιου του νου μας. Είμαστε πολύ ταυτισμένοι μ’ αυτήν. Πάντα επιθυμούσα να έβλεπα τον Ευρωπαίο με άλλα μάτια. Και με τον καιρό, κατάφερα να δημιουργήσω αρκετή επαφή με εξωτικούς λαούς, σε πολλά από τα ταξίδια μου, για να μπορέσω να δω τον Ευρωπαίο μέσα από τα δικά τους μάτια. Ο Λευκός είναι χωρίς άλλο νευρικός, ανήσυχος, ασταθής και (στα μάτια του εξωτικού ανθρώπου) κατέχεται από τις πιο παλαβές ιδέες, παρά την ενεργητικότητά του και τα χαρίσματά του, που του δίνουν την αίσθηση πως είναι άπειρα ανώτερος. Τα εγκλήματα που έχει διαπράξει στους εξωτικούς λαούς είναι αμέτρητα. Αλλά είναι φανερό ότι αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για νέα εγκλήματα, ακριβώς όπως το άτομο δεν γίνεται καλλίτερο όταν κάνει παρέα με κακούς ανθρώπους. Οι πρωτόγονοι τρέμουν το οξύ βλέμμα του Ευρωπαίου που τους φαίνεται σαν βάσκανο μάτι. Ένας Ινδιάνος, φύλαρχος των Πουέμπλο, μου ομολόγησε ότι ήταν βέβαιος πως όλοι οι Αμερικανοί (οι μόνο λευκοί που είχε συναντήσει) ήταν τρελλοί. Και όταν μου εξήγησε γιατί είχε αυτή τη γνώμη, ήταν σαν να μου έδινε την εικόνα καταλημμένων ανθρώπων. Πρέπει λοιπόν να αντιληφθούμε ότι οι πρωτόγονοι ζουν ακόμα σ’ ένα κόσμο που εμείς τον έχουμε από καιρό λησμονήσει, σ’ έναν κόσμο, που ολόκληρη η φύση ήταν γεμάτη από τη θεία πνοή της ζωής. Και είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι για πρώτη φορά από τις ημέρες της πρωτόγονης ζωής μας- καταφέραμε τελικά να απορροφήσουμε αρκετό απ’ αυτό το ισχυρό, ζωογόνο πνεύμα. Όχι μόνο κατέβηκαν οι θεοί από τις ουράνιες πλανητικές κατοικίες τους- μάλλον εμείς τους κατεβάσαμε- για να γίνουν χθόνιοι δαίμονες, αλλά κάτω από την επίδραση της αυξανόμενης επιστημονικής διαφώτισης, αυτοί οι δαίμονες, που τον καιρό του Παράκελσου παιχνίδιζαν ακόμα στα βουνά και στα δάση, στα ποτάμια και στις ανθρώπινες κατοικίες, έχουν καταντήσει αξιολύπητα υπολείμματα και, τελικά εξαφανίστηκαν ολότελα. Από αμνημόνευτα χρόνια η φύση ήταν πάντα γεμάτη από πνεύμα. Τώρα, για πρώτη φορά, ζούμε σε μιαν άψυχη φύση, ορφανεμένη από τους θεούς της. Κανείς δεν θα αρνηθεί το σημαντικό ρόλο που οι δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής, προσωποποιημένες σαν «θεοί», έπαιξαν στο παρελθόν. Είναι αλήθεια ότι η πρόοδος του πολιτισμού έκανε τα πνεύματα της φύσης να χάσουν το κύρος τους. Αλλά αυτό δεν ισχύει καθόλου για τους αντίστοιχους ψυχικούς παράγοντες όπως η υποβολή, η έλλειψη της διάκρισης, ο φόβος, η τάση στη δεισιδαιμονία και η προκατάληψη. Με λίγα λόγια, όλα τα γνωρίσματα που εκθέτουν ένα άτομο στον κίνδυνο της κατάληψης. Μολονότι η φύση, ίσως να έχει χάσει τη ζωή, οι ψυχικές συνθήκες που γεννούν τους δαίμονες είναι τόσο παρούσες όσο ήταν πάντα. Για την ακρίβεια, οι δαίμονες όχι μόνο δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά απλώς έχουν πάρει άλλη μορφή. Έχουν τώρα γίνει ασυνείδητες, ψυχικές δυνάμεις. Αυτή η απορρόφηση των θεών είχε σαν αποτέλεσμα μιαν αυξανόμενη διόγκωση του εγώ. Και από τον δέκατο έκτο αιώνα περίπου, αυτό άρχισε να γίνεται όλο και πιο φανερό. Επί τέλους αρχίσαμε να βλέπουμε την ψυχή, αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε το ασυνείδητο. Και όπως δείχνει η ιστορία, αυτή η υπόθεση ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή. Ακριβώς τότε που οι άνθρωποι χαίρονταν που είχαν απαλλαγεί από την πίστη τους στα φαντάσματα, δυστυχώς η κατάληξη ήταν ό,τι αντί αυτά τα φαντάσματα, να συχνάζουν στα στοιχειωμένα δωμάτια ή στα αγαπημένα τους ερείπια, τριγυρνούν τώρα στα κεφάλια των φαινομενικά φυσιολογικών Ευρωπαίων. Ιδέες τυραννικές, έμμονες, ενθουσιώδεις, καταπληκτικές, εμφανίζονται στο προσκήνιο και οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν στα πιο ανόητα πράγματα, όπως κάνουν τα καταλημμένα άτομα.

Το φαινόμενο που πρόσφατα παρουσίασε η Γερμανία δεν είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρά η πρώτη έκρηξη μιας γενικής διανοητικής αποξένωσης, μια επιδρομή του ασυνείδητου, που εισβάλει στην περιοχή ενός αρκετά τακτοποιημένου κόσμου, όπως νομίζαμε. Ένα ολόκληρο έθνος και πέρα απ’ αυτό αμέτρητα εκατομμύρια που ανήκουν σε άλλα έθνη, σύρθηκαν μέσα στην αιματοβαμμένη παραφροσύνη ενός εξοντωτικού πολέμου. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς πώς έγινε αυτό, λιγότερο απ’ όλους οι Γερμανοί, που άφησαν τους ψυχοπαθείς ηγέτες τους να τους οδηγήσουν στο σφαγείο, σαν ένα κοπάδι από υπνωτισμένα πρόβατα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η μοίρα διάλεξε το Γερμανό γιατί παρουσίαζε τη μικρότερη αντίσταση στο διανοητικό κίνδυνο που απειλούσε κάθε Ευρωπαίο; Αλλά, ταυτόχρονα, δεν θα μπορούσε επειδή είναι τόσο προικισμένος να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα από το προφητικό παράδειγμα του Νίτσε; Ο Νίτσε είναι Γερμανός ως το μεδούλι των οστών του, ως τον δυσνόητο συμβολισμό της παραφροσύνης του. Είναι η αδυναμία του ψυχοπαθούς που τον παρακινεί να παίξει με το «ξανθό κτήνος» και τον «υπεράνθρωπο». Περιττό να πει κανείς ότι ο θρίαμβος αυτών των παθολογικών φαντασιώσεων, σε μιαν έκταση που ο κόσμος ποτέ πριν δεν είχε δει, δεν οφειλόταν στα υγειά στοιχεία του Γερμανικού έθνους. Ήταν η αδυναμία του Γερμανικού χαρακτήρα, παρόμοια με την αδυναμία του Νίτσε, που αποδείχτηκε γόνιμο έδαφος για τέτοιες υστερικές φαντασίες, μολονότι ο Νίτσε σχολίασε τόσο ελεύθερα το Γερμανό Φιλισταίο και άφησε επίσης και τον εαυτό του ανοιχτό στην κριτική. Εδώ, και πάλι ο Γερμανός είχε μιαν ανεκτίμητη ευκαιρία να αποκτήσει αυτόγνωση. Και τι δεν θα μπορούσε να μάθει από το συναισθηματισμό και την πληθωρικότητα της μουσικής του Βάγκνερ; Αλλά -με την ατυχία της ίδρυσης του Γερμανικού Ράιχ το 1871-  ο διάβολος άρχισε να κόβει βόλτες στο Γερμανικό μυαλό, προβάλλοντάς του το ελκυστικό δόλωμα της δύναμης των υλικών αποκτημάτων και της εθνικής υπερηφάνειας, με το αποτέλεσμα ότι ο λαός οδηγήθηκε να μιμηθεί τους προφήτες του και να τους πάρει στην κυριολεξία, χωρίς να τους καταλάβει. Κι έτσι ο Γερμανός -μ’ αυτές τις τάσεις- άφησε τον εαυτό του να παραπλανηθεί απ’ αυτές τις καταστρεπτικές ψευδαισθήσεις, πέφτοντας θύμα των πανάρχαιων πειρασμών του Σατανά, τη στιγμή που θα μπορούσε να στραφεί στον πλούτο των ίδιων των πνευματικών δυνατοτήτων του, οπότε η μεγαλύτερη ένταση ανάμεσα στα εσωτερικά αντίθετά του θα είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα ωφέλιμη για αυτόν. Αλλά λησμόνησε τη Χριστιανικότητά του, πούλησε το νου του στις τεχνικές επιτεύξεις, αντάλλαξε την ηθική του με τον κυνισμό και αφιέρωσε τις ανώτερες φιλοδοξίες του στις δυνάμεις της καταστροφής. Είναι αλήθεια ότι και άλλοι λαοί κάνουν το ίδιο. Υπάρχουν όμως, εκλεκτοί λαοί, που δεν έχουν δικαίωμα να πέσουν θύματα σε τέτοια πράγματα, γιατί θα έπρεπε να αναζητούν ανώτερους θησαυρούς. Όπως και να έχει το πράγμα, δεν μπορεί να πει κανείς ότι ο γερμανικός λαός ανήκει σε εκείνους που τους επιτρέπεται να χαρούν την ισχύ και τα αποκτήματα χωρίς τιμωρία. Σκεφτείτε για μια στιγμή, τι πραγματικά σημαίνει για τον Γερμανό η αντισημιτική κίνηση. Προσπαθεί να εξαλείψει το δικό του μέγιστο σφάλμα σε κάποιον άλλο. Αυτό το σύμπτωμα και μόνο θα έπρεπε να είχε δείξει στον Γερμανό ότι είχε πάρει ανέλπιδα ένα στραβό μονοπάτι.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος και ιδιαίτερα η Γερμανία, το κανάλι απ’ όπου εκφράζονται όλα τα ευρωπαϊκά προβλήματα, θα έπρεπε να είχε αρχίσει να στοχάζεται. Αλλά το θετικό πνεύμα ναυάγησε αυτήν ακριβώς τη σημαντική στιγμή. Είχε γίνει αρνητικό, έστρεψε τα νώτα του στα πιο επείγοντα ζητήματά του, για να βρει τη λύση στην ίδια του την άρνηση. Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα τον καιρό της Μεταρρύθμισης! Εκείνο τον καιρό, η Γερμανία είχε βρει μια λύση στο πρόβλημα της ανεπάρκειας του Χριστιανικού κόσμου, το πνεύμα της Γερμανίας έσπευσε στον τόπο του ναυαγίου με δυναμικό αποτέλεσμα: τη Μεταρρύθμιση. Είναι γεγονός ότι η λύση που έδωσε ήταν πολύ ακραία, επειδή τα ζεύγη των αντιθέτων στη γερμανική Ψυχή βρίσκονται σε χαλαρή σχέση ανάμεσά τους, γιατί μαζί με τα άχρηστα απορρίφτηκαν και τα χρήσιμα. Αλλά τουλάχιστον, ο γερμανικός νους δεν απόφυγε τότε τα ίδια του τα προβλήματα. Δεν θα σταματήσουμε στο τι συνέβηκε μετά τη Μεταρρύθμιση και θα προχωρήσουμε στην εποχή του Γκαίτε. Ο Γκαίτε ήταν προφήτης, όταν έστηνε μπροστά στα μάτια του λαού του το παράδειγμα της συμφωνίας του Φάουστ με τον διάβολο και το φόνο του Φιλήμονα και της Βαύκης. Αν, όπως διατείνεται ο J.Burchardt, «ο Φάουστ αγγίζει μια χορδή στη γερμανική ψυχή», αυτή η χορδή δεν έχει ακόμα σιγήσει. Την ακούμε να ηχεί στον «Υπεράνθρωπο» του Νίτσε, στον άνθρωπο χωρίς ηθική, που ο Θεός του έχει πεθάνει, που οδηγείται αποκλειστικά από τα πρωτόγονα ένστικτά του, και που αυτός ο ίδιος υιοθετεί το ρόλο του Θεού ή καλύτερα τον δαιμονικό ρόλο, όπως φανερώνει η κομπαστική στάση του: «πέρα από το καλό και το κακό». Και πού εξαφανίστηκε στον μέσα στο Νίτσε, η θηλυκή πλευρά, η ψυχή; Η Ελένη εξαφανίστηκε στον Άδη και η Ευρυδίκη ποτέ δεν θα επιτρέψει. Η μοιραία παρωδία του απαρνημένου Χριστού εξαγγέλλεται ήδη: ο άρρωστος προφήτης είναι ο ίδιος ο Σταυρωμένος, για την ακρίβεια μάλιστα, πάει πολύ μακρύτερα και γίνεται ο κομματιασμένος Διόνυσος-Ζαγρέας. Γιατί ο προφήτης που παραληρεί, υπαινίσσεται ένα παρελθόν πανάρχαιο, που έχει βουλιάξει και δεν το βλέπουμε πια. Άκουσε τη φωνή του πεπρωμένου στο κέρας του άγριου κυνηγού, του Θεού των δασών που θροΐζουν, του Θεού της μεθυσμένης έκτασης και όλων των Μπερσέκερ που τους είχαν καταλάβει τα πνεύματα των ζώων.

Ενώ ο Νίτσε δίνει αυτή την προφητική απάντηση στο σχίσμα της Χριστιανοσύνης με την τέχνη της σκέψης, ο αδελφός του, ο Ριχάρδος Βάγκνερ, απαντά με την τέχνη του συναισθήματος, τη μουσική. Βροντώδης και μεθυστική, η παλιά Γερμανική ιστορία ανεβαίνει κυματιστά από το μακρινό παρελθόν, για να γεμίσει το σχίσμα που χάσκει στην εκκλησία. Ο Βάγκνερ σώζεται με τον Πάρσιφαλ και ο Νίτσε ποτέ δεν του το συγχώρεσε αυτό. Αλλά το κάστρο του Δισκοπότηρου εξαφανίστηκε μέσα στην άγνωστη χώρα. Το μήνυμα δεν το άκουσαν και τον οιωνό δεν τον πρόσεξε κανείς. Μονάχα ο οργιασμός μεταδόθηκε σαν επιδημία. Ο Βοτάν, ο θεός της μεθυσμένης έκστασης είχε νικήσει. Ο Γερμανός συγγραφέας Junger, με τη λεπτή του διαίσθηση, ένιωσε ότι ο πανάρχαιος μύθος είχε ζωντανέψει. Στο βιβλίο του «Επάνω στους Μαρμάρινους Βράχους», ένας άγριος κυνηγός έρχεται στη χώρα και μαζί μ’ αυτόν, ένα κύμα κατάληψης που ξαπλώνεται σαν επιδημία, σε έκταση άγνωστη ακόμα και σ’ αυτόν τον Μεσαίωνα. Πουθενά στον κόσμο το πνεύμα της Ευρώπης δεν μίλησε τόσο καθαρά όσο στη Γερμανία και πουθενά αλλού δεν παρανοήθηκε τόσο τραγικά.

Η Γερμανία υφίσταται τώρα τις αναπόφευκτες συνέπειες της συμφωνίας της με τον διάβολο, δοκίμασε την τρέλλα και κομματιάστηκε, όπως ο Ζαγρέας. Ατιμάστηκε από τους άγριους Μπερσέκερ του Βοτάν της, εξαπατήθηκε για το χρυσάφι και την κυριαρχία του κόσμου και βρωμίστηκε από την ακαθαρσία που ξεπρόβαλε από τα πιο υπόγεια βάθη.

Ο Γερμανός πρέπει να καταλάβει ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι γεμάτος αγανάκτηση, επειδή οι προσδοκίες μας ήταν διαφορετικές. Όλοι, ανεξαίρετα, αναγνώριζαν τα χαρίσματα και τη μεθοδικότητά του και κανείς δεν είχε αμφιβολία ότι ήταν ικανός για μεγάλα έργα. Για αυτό η απογοήτευση ήταν πιο πικρή. Αλλά δεν θα πρέπει ο Ευρωπαίος να ξεγελαστεί από την μοίρα της Γερμανίας και να υποδαυλίσει την ψευδαίσθηση ότι όλη η κακία του κόσμου είναι αγκυροβολημένη στη Γερμανία. Αντίθετα, θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι η γερμανική καταστροφή δεν είναι παρά μία μόνο κρίση της γενικής Ευρωπαϊκής ασθένειας. Πολύ πριν από την εποχή του Χίτλερ, για την ακρίβεια πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν ήδη συμπτώματα της διανοητικής αλλαγής που γινόταν στην Ευρώπη. Η μεσαιωνική εικόνα του κόσμου είχε αρχίσει να καταρρέει και η μεταφυσική αυθεντία που βασίλευε σ’ αυτό τον κόσμο γρήγορα εξαφανιζόταν, για να αναδυθεί και πάλι μέσα από τον ίδιο τον άνθρωπο. Δεν το προέβλεψε ο Νίτσε ότι ο θεός ήταν νεκρός; Και ότι οι υπεράνθρωπος θα κληρονομούσε τη θεία κληρονομιά; Αυτός ο μοιραίος σχοινοβάτης και παλιάτσος; Είναι ένας αμετάβλητος ψυχολογικός νόμος ότι η προβολή που δεν προβάλλεται πια, γυρίζει πάντα στην πηγή της. Για αυτό, όταν κανείς ανακαλύψει τη μοναδική ιδέα ότι ο Θεός είναι νεκρός, ή ότι δεν υπάρχει καθόλου, η ψυχική εικόνα του Θεού, που αντιπροσωπεύει μιαν ορισμένη δυναμική και ψυχική δομή, επιστρέφει στο υποκείμενο και δημιουργεί μια κατάσταση που κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι είναι αυτός ο ίδιος Θεός. Μ’ άλλα λόγια φέρνει στο προσκήνιο όλες τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μοναχά τους ανόητους και τους τρελλούς και που γι’ αυτό οδηγούν σε καταστροφή.

Αυτό το μεγάλο πρόβλημα επηρεάζει ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο. Το κύρος της καλοσύνης και της δικαιοσύνης ήταν ανέκαθεν αγκυροβολημένο στη μεταφυσική. Πού εξαφανίστηκε τώρα που άφησε να της φύγει η άγκυρα; Είναι αλήθεια ότι μόνο η ωμή βία έχει την τελευταία λέξη σε όλα; Και το ανώτατο δικαστήριο δεν είναι παρά μοναχά η θέληση του ανθρώπου που τυχαίνει να βρίσκεται στην εξουσία; Αν είχε νικήσει η Γερμανία, θα μπορούσε να μπει κανείς στον πειρασμό να πιστέψει κάτι τέτοιο. Αλλά η βασιλεία της βίας και της αδικίας κράτησε μοναχά μερικά χρόνια πριν καταρρεύσει απόλυτα. Και αυτό θα έπρεπε να μας διδάξει και πάλι ότι και τα πιο ψηλά δέντρα ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν τον ουρανό και ότι υπάρχουν άλλες δυνάμεις που αντιστέκονται και καταστρέφουν τη βία και την αδικία, που ενεργούν δηλαδή το ίδιο αδυσώπητα. Για αυτό, ποτέ κανείς δεν βγαίνει κερδισμένος όταν χτίζει επάνω σε κακές βάσεις. Αλλά δυστυχώς, η ιστορία του κόσμου δεν βασίζεται πάντα σε μια τέτοια λογική άποψη.

Η ψευδαίσθηση ότι είναι κανείς «σαν τον Θεό», δεν υψώνει τον άνθρωπο σε θεϊκή κατάσταση. Το μόνο που κάνει είναι να τον γεμίζει με αλαζονική έπαρση και να αφυπνίσει μέσα του κάθε κακό στοιχείο. Αυτό οδηγεί σε μια διαβολική γελοιογραφία του ανθρώπου που πολεμάει κάθε ανθρώπινο πρότυπο. Ο άνθρωπος βασανίζεται γιατί είναι αναγκασμένος να φορά μια τόσο διαστρεβλωμένη και απάνθρωπη προσωπίδα και για αυτό βασανίζει τους άλλους. Είναι διχασμένος μέσα του, ένα συνονθύλευμα από ανεξήγητες και οδυνηρές αντιθέσεις. Έχουμε εδώ το πορτρέτο μιας υστερικής κατάστασης του νου, ή του «χλωμού εγκληματία» για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Νίτσε.

Η μοίρα τοποθέτησε το Γερμανό αντιμέτωπο με το εσωτερικό του αντίστοιχο: Ο Φάουστ βρίσκεται αντιμέτωπος με το Μεφιστοφελή και δεν μπορεί να πει: «ώστε αυτός ήταν ο πυρήνας του προβλήματος». Είναι τώρα αναγκασμένος να ομολογήσει: «Ο Μεφιστοφελής είναι η άλλη μου πλευρά, το άλλο μου ‘εγώ’, η ‘σκιά’ μου, που είναι τόσο πραγματική ώστε δεν μπορώ πια να την αρνηθώ».

Αυτή δεν είναι μονάχα η μοίρα της Γερμανίας. Είναι επίσης και η μοίρα της Ευρώπης. Πρέπει όλοι να ανοίξουμε τα μάτια μας στην «σκιά» που κρύβεται πίσω από το σύγχρονο άνθρωπο. Δεν είναι ανάγκη να κρατάμε τη μάσκα του διαβόλου μπροστά στο Γερμανό. Τα γεγονότα μιλάνε πολύ πιο καθαρά και ο άνθρωπος που δεν τα κατανοεί, απλούστατα είναι ανεπίδεκτος βοήθειας. Αλλά όταν φτάνει κανείς στο πρόβλημα της αντιμετώπισης αυτού του τρομερού φαντάσματος που έχει γίνει τέτοια πραγματικότητα, το κάθε άτομο πρέπει να λύσει το πρόβλημα μόνο του και για τον εαυτό του. Δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Δεν είναι αλήθεια μικρή υπόθεση να έχει κανείς συνείδηση της ίδιας του της ενοχής και του ίδιου του κακού που κλείνει μέσα του και σίγουρα, δεν κερδίζει κανείς τίποτα με το να χάσει τη «σκιά» του από τα μάτια του. Όταν έχουμε συνείδηση της ενοχής μας είμαστε σε καλλίτερη μοίρα, γιατί τότε μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε ότι θα την αλλάξουμε και θα τη βελτιώσουμε. Γνωρίζουμε ότι τα πράγματα που μένουν στο ασυνείδητο ποτέ δεν αλλάζουν. Οι ψυχολογικές επανορθώσεις γίνονται μόνο στο συνειδητό. Για αυτό, η συνειδητότητα της ενοχής μπορεί να ενεργήσει σαν ένα πανίσχυρο ηθικό ερέθισμα. Σε κάθε θεραπεία νεύρωσης, η ανακάλυψη της «σκιάς» είναι απαραίτητη, γιατί διαφορετικά, καμμιά αλλαγή δεν είναι δυνατό να γίνει (και αυτή η αλήθεια δεν είναι πρόσφατη ανακάλυψη). Όπως είπα ήδη υπάρχουν μέρη του γερμανικού σώματος που δεν νοσούν και βασίζομαι σ’ αυτά όταν λέω ότι μπορούν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους για τη «σκιά» από τα υπάρχοντα γεγονότα. Δυστυχώς, χωρίς ενοχή δεν μπορεί να ωριμάσει η ψυχή, ούτε μπορεί να ευρυνθεί ο πνευματικός ορίζοντας. Τι έχει να μας πει ο Μάιστερ Έκχαρτ επάνω σ’ αυτό το θέμα: «Γι’ αυτό το λόγο ο Θεός… βασικά στέλνει το βάρος της αμαρτίας στους ανθρώπους που τους προορίζει για μιαν υψηλότερη αποστολή. Δέστε. Ποιος ήταν πιο αγαπητός στον Κύριό μας ή ποιο οικείος σ’ Αυτόν από τους αποστόλους Του; Δεν υπάρχει ούτε ένας τους που να μην έπεσε σε θανάσιμη αμαρτία και όλοι τους ήταν θανάσιμα αμαρτωλοί».

Εκεί που η αμαρτία είναι μεγάλη, η χάρη είναι πολύ μεγαλύτερη. Μια τέτοια βαθειά εμπειρία έχει σαν αποτέλεσμα την εσωτερική μεταμόρφωση και αυτό είναι άπειρα πιο σημαντικό από τις πολιτικές και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που όλες τους, είναι χωρίς αξία στα χέρια ανθρώπων που δεν βρίσκονται σε αρμονία με τον εαυτό τους. Αυτή είναι μια αλήθεια που συνέχεια τη λησμονούμε, γιατί τα μάτια μας θαμπώνονται από τις γύρω μας συνθήκες και καθηλώνονται σ’ αυτές, τη στιγμή που θα έπρεπε να εξετάζουμε την καρδιά μας και τη συνείδησή μας. Κάθε δημαγωγός επωφελείται απ’ αυτή την ανθρώπινη αδυναμία όταν μας δείχνει, με όσο το δυνατό μεγαλύτερο θόρυβο, τα εξωτερικά πράγματα που δεν πάνε καλά. Αλλά αυτό που πάνω απ’ όλα δεν πάει καλά, είναι χωρίς αμφιβολία ο άνθρωπος.

Αν αυτή τη στιγμή η εξωτερική ζωή του Γερμανού είναι σκληρή, η μοίρα όμως του έχει τουλάχιστον δώσει μια μοναδική ευκαιρία να στρέψει τα μάτια του μέσα του, στον εσωτερικό άνθρωπο. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να επανορθώσει για μια αμαρτία παράλειψης που επηρεάζει ολόκληρο τον πολιτισμό μας. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς έχει γίνει για τον εξωτερικό κόσμο: οι επιστήμες έχουν εκλεπτυνθεί σε απίστευτο σημείο, οι τεχνικές επιτεύξεις σ’ ένα σχεδόν μυστηριώδη βαθμό τελειότητας. Αλλά τι έγινε ο άνθρωπος μέσα σ’ όλα αυτά; Ο άνθρωπος που θα έπρεπε να χειριστεί όλες αυτές τις ευλογίες με λογικό τρόπο; Απλούστατα, λησμονήθηκε ή καλλίτερα, πήρε τον εαυτό του σαν κάτι το δοσμένο. Κανείς δεν σταμάτησε να σκεφτεί ότι δεν είναι ούτε ηθικά ούτε σωματικά προσαρμοσμένος σε τέτοιες αλλαγές. Με την αφελή χαρά ενός νέγρου, ξεκινά να απολαύσει αυτά τα επικίνδυνα παιχνίδια, ολότελα ανίδεος για τη «σκιά» που καιροφυλακτεί από πίσω του, έτοιμη να τα αδράξει με τις άπληστες αρπάγες της και να τα μετατρέψει σε όπλα ενάντια σε μιαν ανθρωπότητα που βρίσκεται ακόμα σε νηπιακή κατάσταση και παιδική ασυνειδησία. Και ποιος έχει μια πιο άμεση πείρα αυτού του αισθήματος της αδυναμίας και της εγκατάλειψης στις σκοτεινές δυνάμεις από το Γερμανό που έπεσε στα νύχια των Γερμανών;

Αν μονάχα η συλλογική ενοχή μπορούσε να κατανοηθεί και να γίνει δεκτή, θα είχε γίνει ένα μεγάλο βήμα προόδου. Αλλά αυτό από μόνο του, δεν αποτελεί θεραπεία, ακριβώς όπως ο νευρωτικός ποτέ δεν θεραπεύεται με τη σκέτη κατανόηση. Το ερώτημα παραμένει: Πώς μπορώ να ζήσω με αυτή τη «σκιά» τι στάση χρειάζεται για να μπορέσω να ζήσω παρ’ όλο το κακό; Για να βρεθούν οι σωστές απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, είναι ανάγκη να συντελεστεί μια ολοκληρωτική πνευματική ανανέωση. Ούτε είναι πια δυνατό να χρησιμοποιηθούν τυφλά οι παλιές συνταγές που κάποτε είχαν αξία. Γιατί οι αιώνιες αλήθειες αρνούνται να μεταδοθούν μηχανικά. Σε κάθε εποχή πρέπει να γεννηθούν από την αρχή, μέσα από την ψυχή του ανθρώπου.

 

ΤΟ ΑΡΧΕΤΥΠΟ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ

 

 

 

 

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.